- τονοθερμίδα
- παλαιότερη γρφ. τοννοθερμίδα, η, Νμονάδα θερμότητας ισοδύναμη με τη θερμότητα που απαιτείται για να αυξηθεί η θερμοκρασία μάζας νερού ενός τόνου κατά έναν βαθμό Κελσίου υπό κανονική ατμοσφαιρική πίεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόνος (ΙΙ) + θερμίδα].
Dictionary of Greek. 2013.